φωτοφόρο

φωτοφόρο
το, Ν
ζωολ. το φωτεινό όργανο τών πυγολαμπίδων και άλλων οργανισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photophore].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωτοφόρος — α, ο / φωτοφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που ενέχει και εκπέμπει φως, ο φωτεινός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το φωτοφόρο α) λαμπτήρας με ανακλαστήρα β) ζωολ. βλ. φωτοφόρο μσν. εκκλ. (για το μυστήριο τού βαπτίσματος) αυτός που παρέχει… …   Dictionary of Greek

  • φωτεινός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιος της Φωτεινής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Απαμεία το 297, μαζί με τον πατέρα του Μαυρίκιο και πολλούς άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 3. Πέθανε με …   Dictionary of Greek

  • φωτοφόρος — α, ο 1. αυτός που φέρνει φως, που φωτίζει, ο φωτεινός. 2. το αρσ. ως ουσ., φωτοφόρος το όργανο που φωσφορίζει, διάφορων ζωικών οργανισμών και ιδίως των ψαριών που ζουν σε μεγάλα βάθη. 3. το ουδ. ως ουσ., φωτοφόρο λαμπτήρας με ανακλαστήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”